- ενυδατώνω
- nemlendirmek
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
ενυδατώνω — 1. χημ. διενεργώ ή επιφέρω ενυδάτωση 2. (για καλλυντικό) αυξάνω την ποσότητα νερού στα κύτταρα τού δέρματος … Dictionary of Greek
υδατώνω — ὑδατῶ, όω, ΝΜΑ [ὕδωρ, ὕδατος] καθιστώ κάτι υδατώδες, υδαρές νεοελλ. 1. προσδίδω σε κάτι νερό, ενυδατώνω 2. αραιώνω κάτι με την προσθήκη νερού, νερώνω αρχ. παθ. ὑδατοῡμαι, όομαι α) είμαι ή γίνομαι ύδατώδης, υδαρής β) είμαι ή γίνομαι υδρωπικός … Dictionary of Greek